- πολύφοβος
- -ον, Απάρα πολύ φοβισμένος, φοβιτσιάρης, δειλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -φοβος (< φόβος), πρβλ. επί-φοβος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολύφοβον — πολύφοβος very timid masc/fem acc sg πολύφοβος very timid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύφοβε — πολύφοβος very timid masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek